Ἱστορικὸ διάγραμμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων
Ἡ ἵδρυση τῆς μονῆς Ἰβήρων σχετίζεται μὲ τὴν παρουσία στὸ Ἅγιον Ὄρος μελῶν τῆς μεγάλης ἰβηρικῆς ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας των Τορνικίων ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφεραν στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ καὶ ὁ γιός του Εὐθύμιος, συγγενεῖς τῆς οἰκογένειας τῶν Τορνικίων, ἐπικεφαλῆς ὁμάδας γεωργιανῶν μοναχῶν, μαρτυροῦνται στὸν Ἄθω μετὰ τὸ 963, στὴ μονὴ τῆς Λαύρας, ὅπου γίνονται μαθητὲς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη. Λίγα χρόνια ἀργότερα θὰ τοὺς συναντήσει ἐκεῖ ὁ πατρίκιος Τορνίκιος, ποὺ εἶχε ἐν τῷ μεταξὺ καρεῖ μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ διατηροῦσε στενοὺς δεσμοὺς μὲ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς κύκλους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἰδιαίτερα μὲ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο Β´ τὸν Μακεδόνα. Ὅταν ὁ στρατηγὸς τῆς Ἀνατολῆς Βάρδας Σκληρὸς ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Βασιλείου, ὁ Τορνίκιος κλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀπεκδυθεῖ τὸν μοναχικὸ τρίβωνα καὶ νὰ μεταβῆ στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ βοηθήσει στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἐπικίνδυνης γιὰ τὴ δυναστεία κατάστασης. Ἡ οὐσιαστικὴ συμβολή του στὴν ἥττα τοῦ στασιαστῆ (979) ἀνταμείφθηκε μὲ πλουσιοπάροχες ἀμοιβὲς ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορα τῶν σχεδίων του νὰ οἰκοδομήσει μοναστήρι στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων ἱδρύθηκε τὸ 979/980, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Τορνικίου (μοναχοῦ Ἰωάννη), ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ συγκέλλου. Ἡ γεωργιανὴ ἀδελφότητα, ἐγκαταλείποντας τὰ κελλιὰ ποὺ τοὺς εἶχε παραχωρήσει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος κοντὰ στὴ Λαύρα, ἐγκαταστάθηκε στὴ μονή «τὴν λεγομένην τοῦ Κλήμεντος» ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Ἡ ἀναγνώριση τῆς περίοπτης θέσης καὶ ἡ ταχύτατη ἀνάπτυξη τοῦ νέου μοναστικοῦ ἱδρύματος ὀφείλεται στὸ συνδυασμὸ τῶν ἐξαιρετικῶν ἱκανοτήτων τῆς μικρῆς ἀριστοκρατικῆς ὁμάδος: ὁ ἀσκητικὸς Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ ὑπῆρξε καὶ πνευματικὸς ἡγέτης, ὁ Εὐθύμιος κατέθεσε τὴ βαθιὰ ἑλληνικὴ παιδεία καὶ φιλολογικὴ κατάρτιση καὶ ὁ μοναχὸς Ἰωάννης (Τορνίκιος) τὶς ὀργανωτικὲς δεξιότητες ἀλλὰ καὶ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο ποὺ κέρδισε στὰ πεδία τῶν μαχῶν. Οἱ πνευματικοὶ δεσμοὶ μὲ τὴ Λαύρα παρέμειναν στενοί· ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὅρισε τὸν Ἰωάννη Ἴβηρα, μὲ διάδοχο τὸν Εὐθύμιο, ἐπίτροπο τῆς μονῆς του, καὶ στὸ Τυπικό, ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τοὺς κτίτορες κατ’ ἀπομίμηση ἐκείνου τῆς Λαύρας, καθιερώθηκε τὸ μνημόσυνο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.
Οἱ κτίτορες, ἀφοῦ ἐπισκεύασαν τὰ ὑπάρχοντα κτίρια, ἄρχισαν τὴν ἐκτέλεση μεγάλων ἔργων μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ καθολικοῦ ποὺ ἀφιέρωσαν στὴ Θεοτόκο. Ἀπὸ τὰ κύρια μελήματα τοῦ πρώτου ἡγουμένου Ἰωάννου τοῦ Ἴβηρος (980-1005) ὑπῆρξε ἡ ὀργάνωση βιβλιοθήκης καὶ βιβλιογραφικοῦ ἐργαστηρίου, ὅπου ἀντιγράφονταν χειρόγραφα-μεταφράσεις ἔργων τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ποὺ ἐκπονοῦσε συστηματικὰ ὁ Εὐθύμιος ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ στὴ γεωργιανὴ γλῶσσα. Τὸ μεταφραστικὸ ἔργο, ποὺ συνέχισε ὁ Εὐθύμιος καὶ ὡς ἡγούμενος (1005-1019), ἀνέδειξε τὴ Μονὴ σὲ κέντρο μεταλαμπάδευσης τῆς ἑλληνικῆς χριστιανικῆς παιδείας στὴ Γεωργία.
Ἡ περίοδος τῆς ἡγουμενίας τοῦ Γεωργίου τοῦ Ἁγιορείτου (1042-1056) ὑπῆρξε ἐξαιρετικὰ δημιουργική. Μὲ συχνὰ ταξίδια στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Γεώργιος ἐξασφάλισε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Μονομάχο παροχὲς καὶ προνόμια, καθιέρωσε τὴν τιμὴ τῶν κτιτόρων ὡς ἁγίων καὶ ἀναζωογόνησε τὴ δραστηριότητα τοῦ βιβλιογραφικοῦ ἐργαστηρίου καὶ τοῦ μεταφραστικοῦ ἔργου ποὺ εἶχε ἀρχίσει ὁ Εὐθύμιος. Μέσα στὸν Ἄθω ἡ Μονὴ κατέχει σταθερὰ περίοπτη θέση στὴν ἀθωνικὴ ἱεραρχία: στὸ Τυπικὸ τοῦ Μονομάχου (1045) ὁ ἡγούμενος τῶν Ἰβήρων ἔχει τὸ προνόμιο νὰ συνοδεύεται στὶς κοινὲς συνάξεις τῶν Ἁγιορειτῶν ἀπὸ τέσσερις ὑπηρέτες καὶ ὡς τὸ 1366, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, κατέχει τὴ δεύτερη θέση στὴν ἱεραρχία τῶν ἡγουμένων, μετὰ τὸν ἡγούμενο τῆς Λαύρας.
Ἡ αἴγλη τῆς Μονῆς εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη καὶ μὲ τὴν παρουσία τῆς ἐφέστιας θαυματουργῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου Πορταΐτισσας, τὸ παρεκκλήσιο τῆς ὁποίας κτίσθηκε πιθανὸν μετὰ τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰῶνα κοντὰ στὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ συγκροτήματος. Λίγο ἀργότερα καὶ ἡ ἴδια ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων θὰ ὀνοματίζεται πολλὲς φορὲς στὶς πηγὲς ὡς ἡ μονὴ τῆς Θεοτόκου Πορταΐτισσας.
Τὸν 11ο αἰώνα ἡ μονὴ Ἰβήρων εἶναι ἤδη ἕνα μοναστήρι μὲ 300 μοναχούς. Στοὺς πολυάριθμους Ἴβηρες ποὺ τὴν ἐπάνδρωσαν ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της, ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα, προστέθηκαν καὶ πολλοὶ Ἕλληνες ὥστε πρὶν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰῶνα νὰ ὑφίστανται δύο μοναστικὲς ὁμάδες, ποὺ ἀκολουθοῦν ξεχωριστὸ λειτουργικὸ Τυπικὸ καὶ τελοῦν τὶς ἀκολουθίες σὲ διαφορετικὲς ἐκκλησίες, στὸ καθολικὸ τῆς Θεοτόκου οἱ Γεωργιανοὶ καὶ στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου, δηλαδὴ στὸ παλαιὸ καθολικὸ τοῦ Κλήμεντος, οἱ Ἕλληνες. Οἱ τελευταῖοι, ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα, πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὴν πλειονότητα στὸ μοναστήρι, καὶ μολονότι οἱ ἡγούμενοι συνεχίζουν νὰ εἶναι Ἴβηρες, ἡ διανομὴ τῶν διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων μεταξὺ τῶν δύο ὁμάδων εἶναι ἐνδεικτική.
Στὸν 12ο αἰῶνα, ξεχωριστὴ θέση κατέχει ἡ περίοδος τῆς ἡγουμενίας τοῦ Παύλου (1170-1183/84). Μεγάλα ἔργα ἐκτελοῦνται στὸ κτιριακὸ συγκρότημα τὴν ἐποχὴ αὐτή: μαρτυρεῖται ἐπέμβαση στὸ ναὸ τῆς Πορταΐτισσας, ἐπισκευάζεται καὶ διακοσμεῖται τὸ καθολικὸ τῆς Θεοτόκου, ἐνισχισχύεται ἡ ὀχύρωση τῆς Μονῆς, κτίζεται νοσοκομεῖο, ἐκτελοῦνται μεγάλα ἔργα ὕδρευσης, ἐπισκευάζονται κατεστραμμένες πτέρυγες κελλίων καὶ ἰδιαίτερη φροντίδα ἐπιδεικνύεται γιὰ τὰ μετόχια.
Στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 14ου αἰῶνα, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ μὲ τὰ περισσότερα ἀθωνικὰ μοναστήρια, ἡ Μονὴ φαίνεται νὰ διέρχεται περίοδο μεγάλης ἀκμῆς. Ἐπικυρώσεις τῆς κατοχῆς τῆς ἀκίνητης περιουσίας καὶ παραχωρήσεις προνομίων καὶ φοροαπαλλαγῶν ἀπὸ βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Ἀνδρόνικος Β΄, ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός, ὀ Ἰωάννης Ε΄, ὑποδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερα θετικὴ πολιτικὴ τῆς δυναστείας τῶν Παλαιολόγων γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὸν πνευματικὸ τομέα, ἡ συμμετοχὴ τῶν Ἰβηριτῶν στὸ Ἡσυχαστικὸ κίνημα, ποὺ ἐπέδρασε καταλυτικὰ στὴν ἀναμόρφωση τοῦ μοναστικοῦ βίου, ὑπῆρξε δραστήρια καὶ σχετίζεται μὲ τὴν παραμονὴ μεγάλων ἡσυχαστικῶν μορφῶν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ δικαιοδοσίας τῆς Μονῆς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Συναΐτης καὶ ὁ μαθητής του Κάλλιστος, μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐγκαταβίωσαν γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ. Ὁ τελευταῖος, μετὰ ἀπὸ μακρὰ παραμονὴ στὴ σκήτη, ἐντάχθηκε τελικὰ στὴν ἀδελφότητα τῶν Ἰβηριτῶν ὡς τὴν ἀνάρρησή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο.
Στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰώνα ἔλαβε καὶ τυπικὰ τέλος ἡ παρουσία γεωργιανῶν μοναχῶν στὴν ἡγεσία τῆς Μονῆς, καὶ ἡ ποδηγέτηση τῆς πλειοψηφίας τῶν ἑλλήνων μοναχῶν ἀπὸ μιία συνεχῶς ἐλαττούμενη μειοψηφία. Ἤδη ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα ἡ ἄφιξη γεωργιανῶν μοναχῶν μειώνεται σημαντικά, καὶ οἱ σχέσεις μὲ τὴν Ἰβηρία ἀραιώνουν, ἐνῶ ἀκόμη παλαιότερα, στὸν 12ο αἰώνα, φαίνεται νὰ φθίνει ἡ δραστηριότητα μετάφρασης ἔργων τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ στὴ γεωργιανὴ γλῶσσα. Μὲ πατριαρχικὸ σιγίλλιο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α´, τοῦ 1355-56, ὁρίζεται ὅτι ὁ ἡγούμενος καὶ ὁ ἐκκλησιάρχης πρέπει νὰ ἐκλέγονται μεταξὺ τῶν ἑλλήνων μοναχῶν τῆς Μονῆς. Συγχρόνως, οἱ Γεωργιανοὶ ἀπώλεσαν τὸ δικαίωμα νὰ λειτουργοῦν στὸ καθολικὸ τῆς Θεοτόκου καί, στὸ ἑξῆς, τελοῦν τὶς ἀκολουθίες σὲ μικρότερο ναό, πιθανὸν στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου.
Μετὰ τὴν ὀθωμανικὴ κατάκτηση, καὶ ἰδιαίτερα στὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 15ου αἰώνα, ἡ Μονὴ φαίνεται νὰ διέρχεται σοβαρὴ οἰκονομικὴ καὶ δημογραφικὴ κρίση. Ἡ κτηματικὴ περιουσία, μολονότι δὲν γνωρίζουμε τὸ μέγεθος τῶν ἀπωλειῶν, συρρικνώνεται, οἱ φθορὲς στὸ κτιριακὸ συγκρότημα εἶναι μεγάλες καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν μειώνεται δραματικά. Ὀ Ἡσαΐας Χιλανδαρινὸς στὸ Ὁδοιπορικὸ τοῦ 1489 μνημονεύει μόνο 50 μοναχοὺς (σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἄλλα δύο μεγάλα μοναστήρια, Λαύρας καὶ Βατοπεδίου, ποὺ διατηροῦν 300 καὶ 330 μοναχοὺς ἀντίστοιχα). Συγχρόνως, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλες σχεδὸν τὶς μονές, οἱ θεσμοὶ χαλαρώνουν καὶ ἡ ἰδιορρυθμία καθιερώνεται σταδιακὰ ὡς ἐσωτερικὸ καθεστὼς ὀργάνωσης τοῦ μοναστικοῦ βίου. Στὴ δύσκολη αὐτὴ συγκυρία οἱ Ἰβηρίτες στρέφονται πρὸς τοὺς ἡγεμόνες τῆς Γεωργίας. Τὰ ταξίδια τῶν μοναχῶν στὴν Ἰβηρία ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ γενναία οἰκονομικὴ ἀρωγὴ πρὸς τὴ Μονή. Τὰ τείχη ἐπισκευάζονται, κτίζεται πύργος καὶ ἐξοπλίζεται μὲ κανόνι, οἰκοδομεῖται νοσοκομεῖο, ἐπισκευάζεται τὸ καθολικὸ καὶ ἡ εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας ἐπενδύεται μὲ βαρύτιμο κάλυμμα.
Ἡ ἀνάκαμψη, ἀπὸ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 16ου αἰώνα, εἶναι ταχύτατη καὶ ἀντανακλᾶται στὴν αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν. Ὀθωμανικὴ ἀπογραφὴ τοῦ 1520 ἀνεβάζει τὸν ἀριθμὸ τῶν μοναχῶν σὲ 151, ἀριθμὸ τριπλάσιο σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνον τοῦ 1489. Στὸ ἑξῆς ἡ ἀδελφότητα τῶν Ἰβήρων θὰ αὐξάνεται συνεχῶς καὶ ὡς τὸν 19ο αἰώνα θὰ συγκαταλέγεται στὶς τρεῖς πολυπληθέστερες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὸ 1560 μνημονεύονται 250 μοναχοὶ καὶ τὸ 1583 193. Τὸν 17ο καὶ 18ο αἰώνα θὰ ὑπερβοῦν τοὺς 300 (1648: 365, 1677: 400, 1761: 337). Μολονότι ἡ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τῶν ἀριθμῶν μπορεῖ νὰ τεθεῖ ὑπὸ ἀμβισβήτηση, ἡ τάξη τῶν μεγεθῶν πρέπει νὰ ἀπεικονίζει τὴν πραγματικότητα. Στὴν οἰκονομικὴ ἀνόρθωση μεγάλως συνέβαλαν οἱ ἡγεμόνες τῆς Μολδοβλαχίας, μὲ τὴν ἀφιέρωση μεγάλων μονῶν-μετοχίων στὴ Ρουμανία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀξιοποίηση τῶν μετοχίων στὴ Μακεδονία.
Ἡ πιὸ σημαντικὴ ὅμως πτυχὴ τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς στὰ μεταβυζαντινὰ χρόνια εἶναι ἡ ἀνάδειξή της σὲ μεῖζον πνευματικὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα, πολλοὶ γνωστοὶ λόγιοι ἐντάσσονται στὴ Ἰβηριτικὴ ἀδελφότητα, ἀντιγράφουν χειρόγραφα, συγγράφουν ἔργα καὶ ἐμπλουτίζουν τὴ βιβλιοθήκη της μὲ τὰ προσωπικά τους βιβλία. Ἀπὸ τὸ 1511 καὶ ὡς τὸ 1523 ἐργάζεται στὸ μοναστήρι ὁ ἱερομόναχος Θεοδόσιος, γνωστὸς ὡς ὅσιος Θεόφιλος ὁ Μυροβλύτης, ὀνομαστὸς καλλιγράφος. Παρακινούμενος ἀπὸ τὸν ἄλλως ἄγνωστο, ἀλλὰ σημαντικὴ μορφὴ τῆς ἐποχῆς, ἡγούμενο Διονύσιο, θὰ ἀφήσει στὴ Μονὴ πλῆθος χειρογράφων ἀντιγραμμένων μὲ τὸ χέρι του. Λίγο ἀργότερα, πρὶν ἀπὸ τὸ 1535 καὶ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, ἡ Μονὴ θὰ φιλοξενήσει τὸν γνωστὸ Ζακύνθιο λόγιο τοῦ 16ου αἰώνα Παχώμιο Ρουσᾶνο καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ 1540 θὰ δεχθεῖ ὡς ἀδελφὸ τὸν Θεοφάνη Ἐλεαβοῦλκο, μεγάλο ρήτορα τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ ἀφήσει στὴ Μονὴ τὰ βιβλία του. Στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ αἰώνα θὰ ἐγκαταβιώσει ὁ λόγιος καὶ διδάσκαλος στὴν Κωνσταντινούπολη Συμεὼν Καβάσιλας ἐνῶ, λίγο ἀργότερα, ἡ Μονὴ θὰ ἀποκτήσει τὴν πολύτιμη συλλογὴ χειρογράφων καὶ ἐντύπων τοῦ ἐπισκόπου Κυθήρων Μαξίμου Μαργουνίου.
Ἡ πνευματικὴ ἐμβέλεια τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ ἡ φήμη τῆς Πορταΐτισσας ξεπέρασε τὰ ὅρια τῆς Βαλκανικῆς. Ἄντίγραφο τῆς εἰκόνας, φιλοτεχνημένο τὸ 1648, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ μετέπειτα πατριάρχη Μόσχας Νίκωνος, γίνεται μεγάλο προσκύνημα τοῦ βασιλείου τῆς Μοσχοβίας. Ἀπὸ τὸ 1653 στεγάσθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ κέντρο τῆς Μόσχας, τὸ ὁποῖο παραχωρήθηκε ὡς μετόχι στὴ Μονή. Ἡ παραχώρηση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἔνδειξη ἰδιαίτερης εὔνοιας, ἐφόσον, μὲ ἐξαίρεση τὴν ἀφιέρωση ἑνὸς μετοχίου-ξενώνα ἥσσονος σημασίας στὴ μονὴ Χιλανδαρίου ἀπὸ τὸν τσάρο ᾿Ιβάν Δ΄ (τὸν Τρομερό), ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι τὸ μοναδικὸ μετόχι ποὺ παραχωρήθηκε ἀπὸ τὶς ρωσικὲς ἀρχὲς σὲ ἀθωνικὴ μονὴ ἕως καὶ τὸν 18ο αἰώνα. Ἡ εὔνοια αὐτὴ συμπίπτει μὲ τὴν παρουσία τοῦ διάσημου ἕλληνα λογίου Διονυσίου Ἰβηρίτου στὴν πόλη, μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἀρσενίου Σουχάνωφ στὸ Ἅγιον Ὄρος πρὸς συλλογὴ χειρογράφων (μόνο ἀπὸ τὴ μονὴ Ἰβήρων μετέφερε στὴ Μόσχα 158 πολύτιμα χειρόγραφα) καὶ μὲ τὴν ἐνεργὸ ἀνάμειξη τῶν Ἑλλήνων στὰ δρώμενα τῆς θρησκευτικῆς καὶ πολιτισμικῆς ζωῆς τῆς Ρωσίας. Τὸ μετόχι, τοῦ ὁποίου οἱ ἐπίσημοι τίτλοι ἰδιοκτησίας ἐκδόθηκαν τὸ 1669 ἀπὸ τὸν τσάρο Ἀλέξιο Μιχαήλοβιτς, ἐξελίσσεται σὲ τόπο διαμονῆς ὅλων τῶν παρεπιδημούντων στὴ Μόσχα ἑλλήνων κληρικῶν καὶ σὲ χῶρο ὅπου συντελοῦνται οἱ ζυμώσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς ρωσικῆς πρωτεύουσας.
Ἡ παράδοση ἀφιέρωσης βιβλιοθηκῶν καὶ παραμονῆς λογίων θὰ συνεχισθεῖ καὶ στὸν 17ο αἰώνα. Τὸ 1678, ὁ πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης δωρίζει τὴν ὀγκώδη βιβλιοθήκη του, στὴν ὁποία τὸ 1722 θὰ προστεθοῦν τὰ βιβλία τοῦ Νεοφύτου Μαυρομμάτη, πρώην μητροπολίτη Ἄρτας. Ὁ τελευταῖος συνόδευσε τὴν ἀφιέρωση μὲ τὴν οἰκοδόμηση παρεκκλησίου, προσαρτημένου στὸ καθολικό, ἀφιερωμένου στὸν ἅγιο Νεόφυτο καὶ βιβλιοθήκης, ὅπου τέθηκαν τὰ βιβλία. Τὴν ἴδια περίοδο ἀκμάζει στὴ Μονὴ ὁ διακριθεὶς γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου Ἱερόθεος ὁ Πελοποννήσιος, βαθὺς γνώστης τῆς φιλοσοφίας, τῆς ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας καὶ δάσκαλος στὴ σχολὴ τῆς Σκοπέλου, καὶ λίγο ἀργότερα ὁ μαθητής του Μελέτιος, γνωστὸς γιὰ τὴ σχέση του μὲ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη καὶ τὴν Ἀθωνιάδα Σχολή. Στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης ἀπὸ τὴν Ἄρτα, μαθητὴς τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως, παραμένει στὴ σκήτη τοῦ Προδρόμου, σημαντικὸ ἐξάρτημα τῆς Μονῆς ποὺ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀκμὴ ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 18ου αἰώνα καὶ συγγράφει μεγάλο ἀριθμὸ κυρίως ὑμνολογικῶν ἔργων. Στὰ ὅρια τῆς Μονῆς ἐγκαταβιώνει, ἐπίσης, κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπομάκρυνσής του ἀπὸ τὸν πατριαρχικό θρόνο, ὁ Γρηγόριος Ε΄.
Ἡ συμμετοχὴ τῆς Μονῆς στὴν Ἐπανάσταση κατὰ τῶν ᾿Οθωμανῶν τὸ 1821 συνδέεται μὲ τὴ δραστήρια μορφὴ τοῦ Ἰβηρίτη Νικηφόρου χαρτοφύλακος, ποὺ συνδέθηκε μὲ τοὺς κύκλους τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ἰδιαίτερα μὲ τὸν ᾿Εμμανουὴλ Παπᾶ, καὶ διορίσθηκε, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πολεμικῶν γεγονότων, «διοικητὴς καὶ κριτὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Οἱ ἀλλεπάλληλες δημεύσεις τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων, ἀπὸ τὴ ρουμανικὴ κυβέρνηση τὸ 1863 καὶ ἀπὸ τὴ ρωσικὴ στὴ δεκαετία τοῦ 1880 καὶ οἱ ἀπαλλοτριώσεις στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα ὁδήγησαν σταδιακὰ τὴ Μονὴ σὲ οἰκονομικὸ μαρασμό, παρέμεινε ὅμως κέντρο μοναστικῆς λογιοσύνης.
Κρίτων Χρυσοχοΐδης