Ἱστορικὸ διάγραμμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων

Ἱστορικὸ διάγραμμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων

Ἡ ἵ­δρυ­ση τῆς μο­νῆς Ἰ­βή­ρων σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν πα­ρου­σί­α στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος με­λῶν τῆς με­γά­λης ἰ­βη­ρι­κῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας των Τορ­νι­κί­ων ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὶς πο­λύ­τι­μες ὑ­πη­ρε­σί­ες ποὺ πρό­σφε­ραν στὴ Βυ­ζαν­τι­νὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ἴ­βηρ καὶ ὁ γι­ός του Εὐ­θύ­μι­ος, συγ­γε­νεῖς τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας τῶν Τορ­νι­κί­ων, ἐ­πι­κε­φα­λῆς ὁ­μά­δας γε­ωρ­γι­α­νῶν μο­να­χῶν, μαρ­τυ­ροῦν­ται στὸν Ἄ­θω με­τὰ τὸ 963, στὴ μο­νὴ τῆς Λαύ­ρας, ὅ­που γί­νον­ται μα­θη­τὲς τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Ἀ­θω­νί­τη. Λίγα χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα θὰ τοὺς συ­ναν­τή­σει ἐ­κεῖ ὁ πα­τρί­κι­ος Τορ­νί­κι­ος, ποὺ εἶ­χε ἐν τῷ με­τα­ξὺ κα­ρεῖ μο­να­χὸς μὲ τὸ ὄ­νο­μα Ἰ­ω­άν­νης καὶ δι­α­τη­ροῦ­σε στε­νοὺς δε­σμοὺς μὲ τοὺς αὐ­το­κρα­το­ρι­κοὺς κύ­κλους τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἰ­δι­αί­τε­ρα μὲ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Βα­σί­λει­ο Β´ τὸν Μα­κε­δό­να. Ὅ­ταν ὁ στρα­τη­γὸς τῆς Ἀ­να­το­λῆς Βάρ­δας Σκλη­ρὸς ἐ­πα­να­στά­τη­σε ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Βα­σι­λεί­ου, ὁ Τορ­νί­κι­ος κλή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα νὰ ἀ­πεκ­δυ­θεῖ τὸν μο­να­χι­κὸ τρί­βω­να καὶ νὰ με­τα­βῆ στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γι­ὰ νὰ βο­η­θή­σει στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς ἐ­πι­κίν­δυ­νης γι­ὰ τὴ δυ­να­στεί­α κα­τά­στα­σης. Ἡ οὐ­σι­α­στι­κὴ συμ­βο­λή του στὴν  ἥτ­τα τοῦ στα­σι­α­στῆ (979) ἀν­τα­με­ί­φθη­κε μὲ πλου­σι­ο­πά­ρο­χες ἀ­μοι­βὲς ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ ἐκ μέ­ρους τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα τῶν σχε­δί­ων του νὰ οἰ­κο­δο­μή­σει μο­να­στή­ρι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.

Ἡ μο­νὴ τῶν Ἰ­βή­ρων ἱ­δρύ­θη­κε τὸ 979/980, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ Τορ­νι­κί­ου (μο­να­χοῦ Ἰ­ω­άν­νη), ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τὸν τί­τλο τοῦ συγ­κέλ­λου. Ἡ γε­ωρ­γι­α­νὴ ἀ­δελ­φό­τη­τα, ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τας τὰ κελ­λι­ὰ ποὺ τοὺς εἶ­χε πα­ρα­χω­ρή­σει ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος κον­τὰ στὴ Λαύ­ρα, ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ μο­νή «τὴν λε­γο­μέ­νην τοῦ Κλή­μεν­τος» ποὺ ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὸν Τί­μι­ο Πρό­δρο­μο. Ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς πε­ρί­ο­πτης θέ­σης καὶ ἡ τα­χύ­τα­τη ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ νέ­ου μο­να­στι­κοῦ ἱ­δρύ­μα­τος ὀ­φεί­λε­ται στὸ συν­δυ­α­σμὸ τῶν ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των τῆς μι­κρῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κῆς ὁ­μά­δος: ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ἴ­βηρ ὑ­πῆρ­ξε καὶ πνευ­μα­τι­κὸς ἡ­γέ­της, ὁ Εὐ­θύ­μι­ος κα­τέ­θε­σε τὴ βα­θι­ὰ ἑλ­λη­νι­κὴ παι­δεί­α καὶ φι­λο­λο­γι­κὴ κα­τάρ­τι­ση καὶ ὁ μο­να­χὸς Ἰ­ω­άν­νης (Τορ­νί­κι­ος) τὶς ὀρ­γα­νω­τι­κὲς δε­ξι­ό­τη­τες ἀλ­λὰ καὶ τὸν ὑ­λι­κὸ πλοῦ­το ποὺ κέρ­δι­σε στὰ πε­δί­α τῶν μα­χῶν. Οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ δε­σμοὶ μὲ τὴ Λαύ­ρα πα­ρέ­μει­ναν στε­νοί· ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὅ­ρι­σε τὸν Ἰ­ω­άν­νη Ἴ­βη­ρα, μὲ δι­ά­δο­χο τὸν Εὐ­θύ­μι­ο, ἐ­πί­τρο­πο τῆς μο­νῆς του, καὶ στὸ Τυ­πι­κό, ποὺ συν­τά­χθη­κε ἀ­πὸ τοὺς κτί­το­ρες κα­τ’ ἀ­πο­μί­μη­ση ἐ­κεί­νου τῆς Λαύ­ρας, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε τὸ μνη­μό­συ­νο τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου.

Οἱ κτί­το­ρες, ἀ­φοῦ ἐ­πι­σκεύ­α­σαν τὰ ὑ­πάρ­χον­τα κτί­ρι­α, ἄρ­χι­σαν τὴν ἐ­κτέ­λε­ση με­γά­λων ἔρ­γων με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων καὶ τὴν οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ ποὺ ἀ­φι­έ­ρω­σαν στὴ Θε­ο­τό­κο. Ἀ­πὸ τὰ κύ­ρι­α με­λή­μα­τα τοῦ πρώ­του ἡ­γου­μέ­νου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Ἴ­βη­ρος (980-1005) ὑ­πῆρ­ξε ἡ ὀρ­γά­νω­ση βι­βλι­ο­θή­κης καὶ βι­βλι­ο­γρα­φι­κοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου, ὅ­που ἀν­τι­γρά­φον­ταν χει­ρό­γρα­φα-με­τα­φρά­σεις ἔρ­γων τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς γραμ­μα­τε­ί­ας ποὺ ἐκ­πο­νοῦ­σε συ­στη­μα­τι­κὰ ὁ Εὐ­θύ­μι­ος ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ στὴ γε­ωρ­γι­α­νὴ γλῶσ­σα. Τὸ με­τα­φρα­στι­κὸ ἔρ­γο, ποὺ συ­νέ­χι­σε ὁ Εὐ­θύ­μι­ος καὶ ὡς ἡ­γο­ύ­με­νος (1005-1019), ἀ­νέ­δει­ξε τὴ Μο­νὴ σὲ κέν­τρο με­τα­λαμ­πά­δευ­σης τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς χρι­στι­α­νι­κῆς παι­δε­ί­ας στὴ Γε­ωρ­γί­α.

Ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἡ­γου­με­νί­ας τοῦ Γε­ωρ­γί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του (1042-1056) ὑ­πῆρ­ξε ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δη­μι­ουρ­γι­κή. Μὲ συ­χνὰ τα­ξί­δι­α στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ὁ Γε­ώρ­γι­ος ἐ­ξα­σφά­λι­σε ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­σταν­τῖ­νο τὸν Μο­νο­μά­χο πα­ρο­χὲς καὶ προ­νό­μι­α, κα­θι­έ­ρω­σε τὴν τι­μὴ τῶν κτι­τό­ρων ὡς ἁ­γί­ων καὶ ἀ­να­ζω­ο­γό­νη­σε τὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ βι­βλι­ο­γρα­φι­κοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου καὶ τοῦ με­τα­φρα­στι­κοῦ ἔρ­γου ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει ὁ Εὐ­θύ­μι­ος. Μέ­σα στὸν Ἄ­θω ἡ Μο­νὴ κα­τέ­χει στα­θε­ρὰ πε­ρί­ο­πτη θέ­ση στὴν ἀ­θω­νι­κὴ ἱ­ε­ραρ­χί­α: στὸ Τυ­πι­κὸ τοῦ Μο­νο­μά­χου (1045) ὁ ἡ­γού­με­νος τῶν Ἰ­βή­ρων ἔ­χει τὸ προ­νό­μι­ο νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται στὶς κοι­νὲς συ­νά­ξεις τῶν Ἁ­γι­ο­ρει­τῶν ἀ­πὸ τέσ­σε­ρις ὑ­πη­ρέ­τες καὶ ὡς τὸ 1366, πλὴν ἐ­λα­χί­στων ἐ­ξαι­ρέ­σε­ων, κα­τέ­χει τὴ δεύ­τε­ρη θέ­ση στὴν ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν ἡ­γου­μέ­νων, με­τὰ τὸν ἡ­γού­με­νο τῆς Λαύ­ρας.

Ἡ αἴ­γλη τῆς Μο­νῆς εἶ­ναι ἄ­με­σα συν­δε­δε­μέ­νη καὶ μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τῆς ἐ­φέ­στι­ας θαυ­μα­τουρ­γῆς εἰ­κό­νας τῆς Θε­ο­τό­κου Πορ­τα­ΐ­τισ­σας, τὸ πα­ρεκ­κλή­σι­ο τῆς ὁ­πο­ί­ας κτί­σθη­κε πι­θα­νὸν με­τὰ τὰ μέ­σα τοῦ 11ου αἰ­ῶ­να κον­τὰ στὴν κεν­τρι­κὴ πύ­λη τοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος. Λίγο ἀρ­γό­τε­ρα καὶ ἡ ἴ­δι­α ἡ μο­νὴ τῶν Ἰ­βή­ρων θὰ ὀ­νο­μα­τί­ζε­ται πολ­λὲς φο­ρὲς στὶς πη­γὲς ὡς ἡ μο­νὴ τῆς Θε­ο­τό­κου Πορ­τα­ΐ­τισ­σας.

Τὸν 11ο αἰ­ώ­να ἡ μο­νὴ Ἰ­βή­ρων εἶ­ναι ἤ­δη ἕ­να μο­να­στή­ρι μὲ 300 μο­να­χο­ύς. Στοὺς πο­λυ­ά­ριθ­μους Ἴ­βη­ρες ποὺ τὴν ἐ­πάν­δρω­σαν ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­σή της, ἤ­δη ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τοῦ 10ου αἰ­ώ­να, προ­στέ­θη­καν καὶ πολ­λοὶ Ἕλ­λη­νες ὥ­στε πρὶν ἀ­πὸ τὰ μέ­σα τοῦ 11ου αἰ­ῶ­να νὰ ὑ­φί­σταν­ται δύ­ο μο­να­στι­κὲς ὁ­μά­δες, ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν ξε­χω­ρι­στὸ λει­τουρ­γι­κὸ Τυ­πι­κὸ καὶ τε­λοῦν τὶς ἀ­κο­λου­θί­ες σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἐκ­κλη­σί­ες, στὸ κα­θο­λι­κὸ τῆς Θε­ο­τό­κου οἱ Γε­ωρ­γι­α­νοὶ καὶ στὸ να­ὸ τοῦ Προ­δρό­μου, δη­λα­δὴ στὸ πα­λαι­ὸ κα­θο­λι­κὸ τοῦ Κλή­μεν­τος, οἱ Ἕλ­λη­νες. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι, ἀ­πὸ τὸν 12ο αἰ­ῶ­να, πρέ­πει νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν πλει­ο­νό­τη­τα στὸ μο­να­στή­ρι, καὶ μο­λο­νό­τι οἱ ἡ­γού­με­νοι συ­νε­χί­ζουν νὰ εἶ­ναι Ἴ­βη­ρες, ἡ δι­α­νο­μὴ τῶν δι­οι­κη­τι­κῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο ὁ­μά­δων εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κή.

Στὸν 12ο αἰ­ῶ­να, ξε­χω­ρι­στὴ θέ­ση κα­τέ­χει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἡ­γου­με­νί­ας τοῦ Παύ­λου (1170-1183/84). Με­γά­λα ἔρ­γα ἐ­κτε­λοῦν­ται στὸ κτι­ρι­α­κὸ συγ­κρό­τη­μα τὴν ἐ­πο­χὴ αὐ­τή: μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἐ­πέμ­βα­ση στὸ να­ὸ τῆς Πορ­τα­ΐ­τισ­σας, ἐ­πι­σκευ­ά­ζε­ται καὶ δι­α­κο­σμεῖ­ται τὸ κα­θο­λι­κὸ τῆς Θε­ο­τό­κου, ἐ­νι­σχι­σχύ­ε­ται ἡ ὀ­χύ­ρω­ση τῆς Μο­νῆς, κτί­ζε­ται νο­σο­κο­μεῖ­ο, ἐ­κτε­λοῦν­ται με­γά­λα ἔρ­γα ὕ­δρευ­σης, ἐ­πι­σκευ­ά­ζον­ται κα­τε­στραμ­μέ­νες πτέ­ρυ­γες κελ­λί­ων καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρη φρον­τί­δα ἐ­πι­δει­κνύ­ε­ται γι­ὰ τὰ με­τό­χι­α.

Στὸ πρῶ­το μι­σὸ τοῦ 14ου αἰ­ῶ­να, ὅ­πως ἄλ­λω­στε συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­θω­νι­κὰ μο­να­στή­ρι­α, ἡ Μο­νὴ φαί­νε­ται νὰ δι­έρ­χε­ται πε­ρί­ο­δο με­γά­λης ἀ­κμῆς. Ἐ­πι­κυ­ρώ­σεις τῆς κα­το­χῆς τῆς ἀ­κί­νη­της πε­ρι­ου­σί­ας καὶ πα­ρα­χω­ρή­σεις προ­νο­μί­ων καὶ φο­ρο­α­παλ­λα­γῶν ἀ­πὸ βυ­ζαν­τι­νοὺς αὐ­το­κρά­το­ρες, ὅ­πως ὁ Ἀν­δρό­νι­κος Β΄, ὁ Ἰ­ω­άν­νης Καν­τα­κου­ζη­νός, ὀ Ἰ­ω­άν­νης Ε΄, ὑ­πο­δει­κνύ­ουν τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρα θε­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων γι­ὰ τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.

Στὸν πνευ­μα­τι­κὸ το­μέ­α, ἡ συμ­με­το­χὴ τῶν Ἰ­βη­ρι­τῶν στὸ Ἡ­συ­χα­στι­κὸ κί­νη­μα, ποὺ ἐ­πέ­δρα­σε κα­τα­λυ­τι­κὰ στὴν ἀ­να­μόρ­φω­ση τοῦ μο­να­στι­κοῦ βί­ου, ὑ­πῆρ­ξε δρα­στή­ρι­α καὶ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν πα­ρα­μο­νὴ με­γά­λων ἡ­συ­χα­στι­κῶν μορ­φῶν στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ δι­και­ο­δο­σί­ας τῆς Μο­νῆς. Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Συ­να­ΐ­της καὶ ὁ μα­θη­τής του Κάλ­λι­στος, με­τέ­πει­τα πα­τρι­άρ­χης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐγ­κα­τα­βί­ω­σαν γι­ὰ με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα στὴ σκή­τη τοῦ Μα­γου­λᾶ. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος, με­τὰ ἀ­πὸ μα­κρὰ πα­ρα­μο­νὴ στὴ σκή­τη, ἐν­τά­χθη­κε τε­λι­κὰ στὴν ἀ­δελ­φό­τη­τα τῶν Ἰ­βη­ρι­τῶν ὡς τὴν ἀ­νάρ­ρη­σή του στὸν πα­τρι­αρ­χι­κὸ θρό­νο.

Στὰ μέ­σα τοῦ 14ου αἰ­ώ­να ἔ­λα­βε καὶ τυ­πι­κὰ τέ­λος ἡ πα­ρου­σί­α γε­ωρ­γι­α­νῶν μο­να­χῶν στὴν ἡ­γε­σί­α τῆς Μο­νῆς, καὶ ἡ πο­δη­γέ­τη­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τῶν ἑλ­λή­νων μο­να­χῶν ἀ­πὸ μι­ί­α συ­νε­χῶς ἐ­λατ­τού­με­νη μει­ο­ψη­φί­α. Ἤ­δη ἀ­πὸ τὸν 13ο αἰ­ώ­να ἡ ἄ­φι­ξη γε­ωρ­γι­α­νῶν μο­να­χῶν μει­ώ­νε­ται ση­μαν­τι­κά, καὶ οἱ σχέ­σεις μὲ τὴν Ἰ­βη­ρί­α ἀ­ραι­ώ­νουν, ἐ­νῶ ἀ­κό­μη πα­λαι­ό­τε­ρα, στὸν 12ο αἰ­ώ­να, φαί­νε­ται νὰ φθί­νει ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα με­τά­φρα­σης ἔρ­γων τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς γραμ­μα­τεί­ας ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ στὴ γε­ωρ­γι­α­νὴ γλῶσ­σα. Μὲ πα­τρι­αρ­χι­κὸ σι­γίλ­λι­ο τοῦ πα­τρι­άρ­χη Καλ­λί­στου Α´, τοῦ 1355-56, ὁ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ὁ ἡ­γού­με­νος καὶ ὁ ἐκ­κλη­σι­άρ­χης πρέ­πει νὰ ἐ­κλέ­γον­ται με­τα­ξὺ τῶν ἑλ­λή­νων μο­να­χῶν τῆς Μο­νῆς. Συγ­χρό­νως, οἱ Γε­ωρ­γι­α­νοὶ ἀ­πώ­λε­σαν τὸ δι­καί­ω­μα νὰ λει­τουρ­γοῦν στὸ κα­θο­λι­κὸ τῆς Θε­ο­τό­κου καί, στὸ ἑ­ξῆς, τε­λοῦν τὶς ἀ­κο­λου­θί­ες σὲ μι­κρό­τε­ρο να­ό, πι­θα­νὸν στὸ να­ὸ τοῦ Προ­δρό­μου.

Με­τὰ τὴν ὀ­θω­μα­νι­κὴ κα­τά­κτη­ση, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα στὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 15ου αἰ­ώ­να, ἡ Μο­νὴ φαί­νε­ται νὰ δι­έρ­χε­ται σο­βα­ρὴ οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ δη­μο­γρα­φι­κὴ κρί­ση. Ἡ κτη­μα­τι­κὴ πε­ρι­ου­σί­α, μο­λο­νό­τι δὲν γνω­ρί­ζου­με τὸ μέ­γε­θος τῶν ἀ­πω­λει­ῶν, συρ­ρι­κνώ­νε­ται, οἱ φθο­ρὲς στὸ κτι­ρι­α­κὸ συγ­κρό­τη­μα εἶ­ναι με­γά­λες καὶ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μο­να­χῶν μει­ώ­νε­ται δρα­μα­τι­κά. Ὀ Ἡ­σα­ΐ­ας Χι­λαν­δα­ρι­νὸς στὸ Ὁ­δοι­πο­ρι­κὸ τοῦ 1489 μνη­μο­νεύ­ει μό­νο 50 μο­να­χοὺς (σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ ἄλ­λα δύ­ο με­γά­λα μο­να­στή­ρι­α, Λαύ­ρας καὶ Βα­το­πε­δί­ου, ποὺ δι­α­τη­ροῦν 300 καὶ 330 μο­να­χοὺς ἀν­τί­στοι­χα). Συγ­χρό­νως, ὅ­πως συμ­βαί­νει μὲ ὅ­λες σχε­δὸν τὶς μο­νές, οἱ θε­σμοὶ χα­λα­ρώ­νουν καὶ ἡ ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α κα­θι­ε­ρώ­νε­ται στα­δι­α­κὰ ὡς ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κα­θε­στὼς ὀρ­γά­νω­σης τοῦ μο­να­στι­κοῦ βί­ου. Στὴ δύ­σκο­λη αὐ­τὴ συγ­κυ­ρί­α οἱ Ἰ­βη­ρί­τες στρέ­φον­ται πρὸς τοὺς ἡ­γε­μό­νες τῆς Γε­ωρ­γί­ας. Τὰ τα­ξί­δι­α τῶν μο­να­χῶν στὴν Ἰ­βη­ρί­α ἔ­χουν ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴ γεν­ναί­α οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­ρω­γὴ πρὸς τὴ Μο­νή. Τὰ τεί­χη ἐ­πι­σκευ­ά­ζον­ται, κτί­ζε­ται πύρ­γος καὶ ἐ­ξο­πλί­ζε­ται μὲ κα­νό­νι, οἰ­κο­δο­μεῖ­ται νο­σο­κο­μεῖ­ο, ἐ­πι­σκευ­ά­ζε­ται τὸ κα­θο­λι­κὸ καὶ ἡ εἰ­κό­να τῆς Πορ­τα­ΐ­τισ­σας ἐ­πεν­δύ­ε­ται μὲ βα­ρύ­τι­μο κά­λυμ­μα.

Ἡ ἀ­νά­καμ­ψη, ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 16ου αἰ­ώ­να, εἶ­ναι τα­χύ­τα­τη καὶ ἀν­τα­να­κλᾶ­ται στὴν αὔ­ξη­ση τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τῶν μο­να­χῶν. Ὀ­θω­μα­νι­κὴ ἀ­πο­γρα­φὴ τοῦ 1520 ἀ­νε­βά­ζει τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν μο­να­χῶν σὲ 151, ἀ­ριθ­μὸ τρι­πλά­σι­ο σὲ σχέ­ση μὲ ἐ­κεῖ­νον τοῦ 1489. Στὸ ἑ­ξῆς ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τα τῶν Ἰ­βή­ρων θὰ αὐ­ξά­νε­ται συ­νε­χῶς καὶ ὡς τὸν 19ο αἰ­ώ­να θὰ συγ­κα­τα­λέ­γε­ται στὶς τρεῖς πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρες τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Τὸ 1560 μνη­μο­νεύ­ον­ται 250 μο­να­χοὶ καὶ τὸ 1583 193. Τὸν 17ο καὶ 18ο αἰ­ώ­να θὰ ὑ­περ­βοῦν τοὺς 300 (1648: 365, 1677: 400, 1761: 337). Μο­λο­νό­τι ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­κρί­βει­α τῶν ἀ­ριθ­μῶν μπο­ρεῖ νὰ τε­θεῖ ὑ­πὸ ἀμ­βι­σβή­τη­ση, ἡ τά­ξη τῶν με­γε­θῶν πρέ­πει νὰ ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­νόρ­θω­ση με­γά­λως συ­νέ­βα­λαν οἱ ἡ­γε­μό­νες τῆς Μολ­δο­βλα­χί­ας, μὲ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση με­γά­λων μο­νῶν-με­το­χί­ων στὴ Ρου­μα­νί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση τῶν με­το­χί­ων στὴ Μα­κε­δο­νί­α.

Ἡ πι­ὸ ση­μαν­τι­κὴ ὅ­μως πτυ­χὴ τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μο­νῆς στὰ με­τα­βυ­ζαν­τι­νὰ χρό­νι­α εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­δει­ξή της σὲ μεῖ­ζον πνευ­μα­τι­κὸ κέν­τρο τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 16ου αἰ­ώ­να, πολ­λοὶ γνω­στοὶ λό­γι­οι ἐν­τάσ­σον­ται στὴ Ἰ­βη­ρι­τι­κὴ ἀ­δελ­φό­τη­τα, ἀν­τι­γρά­φουν χει­ρό­γρα­φα, συγ­γρά­φουν ἔρ­γα καὶ ἐμ­πλου­τί­ζουν τὴ βι­βλι­ο­θή­κη της μὲ τὰ προ­σω­πι­κά τους βι­βλί­α. Ἀ­πὸ τὸ 1511 καὶ ὡς τὸ 1523 ἐρ­γά­ζε­ται στὸ μο­να­στή­ρι ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Θε­ο­δό­σι­ος, γνω­στὸς ὡς ὅ­σι­ος Θε­ό­φι­λος ὁ Μυ­ρο­βλύ­της, ὀ­νο­μα­στὸς καλ­λι­γρά­φος. Πα­ρα­κι­νού­με­νος ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λως ἄ­γνω­στο, ἀλ­λὰ ση­μαν­τι­κὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­πο­χῆς, ἡ­γού­με­νο Δι­ο­νύ­σι­ο, θὰ ἀ­φή­σει στὴ Μο­νὴ πλῆ­θος χει­ρο­γρά­φων ἀν­τι­γραμ­μέ­νων μὲ τὸ χέ­ρι του. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, πρὶν ἀ­πὸ τὸ 1535 καὶ γι­ὰ ἀρ­κε­τὰ χρό­νι­α, ἡ Μο­νὴ θὰ φι­λο­ξε­νή­σει τὸν γνω­στὸ Ζα­κύν­θι­ο λό­γι­ο τοῦ 16ου αἰ­ώ­να Πα­χώ­μι­ο Ρου­σᾶ­νο καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὸ 1540 θὰ δε­χθεῖ ὡς ἀ­δελ­φὸ τὸν Θε­ο­φά­νη Ἐ­λε­α­βοῦλ­κο, με­γά­λο ρή­το­ρα τοῦ πα­τρι­αρ­χεί­ου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ θὰ ἀ­φή­σει στὴ Μο­νὴ τὰ βι­βλί­α του. Στὸ δεύ­τε­ρο μι­σὸ τοῦ αἰ­ώ­να θὰ ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει ὁ λό­γι­ος καὶ δι­δά­σκα­λος στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη Συ­με­ὼν Καβά­σι­λας ἐ­νῶ, λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ἡ Μο­νὴ θὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν πο­λύ­τι­μη συλ­λο­γὴ χει­ρο­γρά­φων καὶ ἐν­τύ­πων τοῦ ἐ­πι­σκό­που Κυ­θή­ρων Μα­ξί­μου Μαρ­γου­νί­ου.

Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἐμ­βέ­λει­α τῆς Μο­νῆς ἀλ­λὰ καὶ ἡ φή­μη τῆς Πορ­τα­ΐ­τισ­σας ξε­πέ­ρα­σε τὰ ὅ­ρι­α τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς. Ἄν­τί­γρα­φο τῆς εἰ­κό­νας, φι­λο­τε­χνη­μέ­νο τὸ 1648, κα­τό­πιν πα­ρα­κλή­σε­ως τοῦ με­τέ­πει­τα πα­τρι­άρ­χη Μό­σχας Νί­κω­νος, γί­νε­ται με­γά­λο προ­σκύ­νη­μα τοῦ βα­σι­λεί­ου τῆς Μο­σχο­βί­ας. Ἀ­πὸ τὸ 1653 στε­γά­σθη­κε στὸ μο­να­στή­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου στὸ κέν­τρο τῆς Μό­σχας, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρα­χω­ρή­θη­κε ὡς με­τό­χι στὴ Μο­νή. Ἡ πα­ρα­χώ­ρη­ση πρέ­πει νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἔν­δει­ξη ἰ­δι­αί­τε­ρης εὔ­νοι­ας, ἐ­φό­σον, μὲ ἐ­ξαί­ρε­ση τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση ἑ­νὸς με­το­χί­ου-ξε­νώ­να ἥσ­σο­νος ση­μα­σί­ας στὴ μο­νὴ Χι­λαν­δα­ρί­ου ἀ­πὸ τὸν τσά­ρο ᾿Ι­βάν Δ΄ (τὸν Τρο­με­ρό), ὁ Ἅ­γι­ος Νι­κό­λα­ος εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ με­τό­χι ποὺ πα­ρα­χω­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὶς ρω­σι­κὲς ἀρ­χὲς σὲ ἀ­θω­νι­κὴ μο­νὴ ἕ­ως καὶ τὸν 18ο αἰ­ώ­να. Ἡ εὔ­νοι­α αὐ­τὴ συμ­πί­πτει μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ δι­ά­ση­μου ἕλ­λη­να λο­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου Ἰ­βη­ρί­του στὴν πό­λη, μὲ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἀρ­σε­νί­ου Σου­χά­νωφ στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος πρὸς συλ­λο­γὴ χει­ρο­γρά­φων (μό­νο ἀ­πὸ τὴ μο­νὴ Ἰ­βή­ρων με­τέ­φε­ρε στὴ Μό­σχα 158 πο­λύ­τι­μα χει­ρό­γρα­φα) καὶ μὲ τὴν ἐ­νερ­γὸ ἀ­νά­μει­ξη τῶν Ἑλ­λή­νων στὰ δρώ­με­να τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς καὶ πο­λι­τι­σμι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ρω­σί­ας. Τὸ με­τό­χι, τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ἐ­πί­ση­μοι τί­τλοι ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας ἐκ­δό­θη­καν τὸ 1669 ἀ­πὸ τὸν τσά­ρο Ἀ­λέ­ξι­ο Μι­χα­ή­λο­βιτς, ἐ­ξε­λίσ­σε­ται σὲ τό­πο δι­α­μο­νῆς ὅ­λων τῶν πα­ρε­πι­δη­μούν­των στὴ Μό­σχα ἑλ­λή­νων κλη­ρι­κῶν καὶ σὲ χῶ­ρο ὅ­που συν­τε­λοῦν­ται οἱ ζυ­μώ­σεις τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῆς ρω­σι­κῆς πρω­τεύ­ου­σας.

Ἡ πα­ρά­δο­ση ἀ­φι­έ­ρω­σης βι­βλι­ο­θη­κῶν καὶ πα­ρα­μο­νῆς λο­γί­ων θὰ συ­νε­χι­σθεῖ καὶ στὸν 17ο αἰ­ώ­να. Τὸ 1678, ὁ πα­τρι­άρ­χης Δι­ο­νύ­σι­ος Δ΄ Μου­σε­λί­μης δω­ρί­ζει τὴν ὀγ­κώ­δη βι­βλι­ο­θή­κη του, στὴν ὁ­ποί­α τὸ 1722 θὰ προ­στε­θοῦν τὰ βι­βλί­α τοῦ Νε­ο­φύ­του Μαυ­ρομ­μά­τη, πρώ­ην μη­τρο­πο­λί­τη Ἄρ­τας. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος συ­νό­δευ­σε τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση μὲ τὴν οἰ­κο­δό­μη­ση πα­ρεκ­κλη­σί­ου, προ­σαρ­τη­μέ­νου στὸ κα­θο­λι­κό, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νου στὸν ἅ­γι­ο Νε­ό­φυ­το καὶ βι­βλι­ο­θή­κης, ὅ­που τέ­θη­καν τὰ βι­βλί­α. Τὴν ἴ­δι­α πε­ρί­ο­δο ἀ­κμά­ζει στὴ Μο­νὴ ὁ δι­α­κρι­θεὶς γι­ὰ τὴν ὁ­σι­ό­τη­τα τοῦ βί­ου Ἱ­ε­ρό­θε­ος ὁ Πε­λο­πον­νή­σι­ος, βα­θὺς γνώ­στης τῆς φι­λο­σο­φί­ας, τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς καὶ λα­τι­νι­κῆς φι­λο­λο­γί­ας καὶ δά­σκα­λος στὴ σχο­λὴ τῆς Σκο­πέ­λου, καὶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ὁ μα­θη­τής του Με­λέ­τι­ος, γνω­στὸς γι­ὰ τὴ σχέ­ση του μὲ τὸν Εὐ­γέ­νι­ο Βούλ­γα­ρη καὶ τὴν Ἀ­θω­νι­ά­δα Σχο­λή. Στὰ τέ­λη τοῦ 18ου αἰ­ώ­να ὁ Χρι­στό­φο­ρος Προ­δρο­μί­της ἀ­πὸ τὴν Ἄρτα, μα­θη­τὴς τοῦ Εὐ­γε­νί­ου Βουλ­γά­ρε­ως, πα­ρα­μέ­νει στὴ σκή­τη τοῦ Προ­δρό­μου, ση­μαν­τι­κὸ ἐ­ξάρ­τη­μα τῆς Μο­νῆς ποὺ βρί­σκε­ται σὲ πλή­ρη ἀ­κμὴ ἤ­δη ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το μι­σὸ τοῦ 18ου αἰ­ώ­να καὶ συγ­γρά­φει με­γά­λο ἀ­ριθ­μὸ κυ­ρί­ως ὑ­μνο­λο­γι­κῶν ἔρ­γων. Στὰ ὅ­ρι­α τῆς Μο­νῆς ἐγ­κα­τα­βι­ώ­νει, ἐ­πί­σης, κα­τὰ τὸ δι­ά­στη­μα τῆς ἀ­πο­μά­κρυν­σής του ἀ­πὸ τὸν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο, ὁ Γρη­γό­ρι­ος Ε΄.

Ἡ συμ­με­το­χὴ τῆς Μο­νῆς στὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση κα­τὰ τῶν ᾿Ο­θω­μα­νῶν τὸ 1821 συν­δέ­ε­ται μὲ τὴ δρα­στή­ρι­α μορ­φὴ τοῦ Ἰ­βη­ρί­τη Νι­κη­φό­ρου χαρ­το­φύ­λα­κος, ποὺ συν­δέθη­κε μὲ τοὺς κύ­κλους τῆς Φι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας, ἰ­δι­αί­τε­ρα μὲ τὸν ᾿Εμ­μα­νου­ὴλ Πα­πᾶ, καὶ δι­ο­ρί­σθη­κε, κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τῶν πο­λε­μι­κῶν γε­γο­νό­των, «δι­οι­κη­τὴς καὶ κρι­τὴς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους». Οἱ ἀλ­λε­πάλ­λη­λες δη­μεύ­σεις τῶν μο­να­στη­ρι­α­κῶν κτη­μά­των, ἀ­πὸ τὴ ρου­μα­νι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση τὸ 1863 καὶ ἀ­πὸ τὴ ρω­σι­κὴ στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1880 καὶ οἱ ἀ­παλ­λο­τρι­ώ­σεις στὸν ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο κα­τὰ τὸν 20ὸ αἰ­ώ­να ὁ­δή­γη­σαν στα­δι­α­κὰ τὴ Μο­νὴ σὲ οἰ­κο­νο­μι­κὸ μα­ρα­σμό, πα­ρέ­μει­νε ὅ­μως κέν­τρο μο­να­στι­κῆς λο­γι­ο­σύ­νης.

Κρί­των Χρυ­σο­χο­ΐ­δης

TOP

ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΟΡΩΝ 0