Κείμενα Aρχιμανδρίτου Βασιλείου Iβηρίτου

Ὁ Πίνδαρος καὶ οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο κόσμο στὴν Καινὴ Κτίσι

Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα καὶ βρῆκε τὴν πόλι “κατείδωλον”, γεμάτη σεβάσματα πρὸς τοὺς θεούς, ἔνοιωσε καὶ χαρακτήρισε τοὺς Ἀθηναίους ὡς τοὺς δεισιδαιμονεστέρους (Πράξ. 17, 22), τοὺς πιὸ θεοφοβούμενους ἀπὸ ὅσους εἶχε γνωρίσει. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ τὸν συνεκλόνισε κυριολεκτικὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἀρχίση ἀμέσως τὸν διάλογο μαζί τους ἦταν ὁ βωμὸς μὲ τὴν ἐπιγραφή: τῷ ἀγνώστῳ θεῷ. Ὁπότε, καὶ ὁ Παῦλος συμπλήρωσε: Ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν (Πράξ. 17, 23). Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ βαθιὰ καὶ θεόπνευστη διάγνωσι, ποὺ ἐκφράζεται μὲ δύο λέξεις, γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ψυχή.


Οἱ Ἕλληνες ἀγνοοῦντες εὐσεβοῦν. Σέβονται αὐτὸ ποὺ ἀγνοοῦν. Στέκονται μὲ σεβασμὸ μπροστὰ στὸ ἄγνωστο, ποὺ τοὺς ξεπερνᾶ. Καὶ δὲν ἀγωνίζονται νὰ ξεπεράσουν τὴν ἄγνοια διὰ τοῦ ἐρευνᾶν, ἀλλὰ διὰ τοῦ εὐσεβεῖν. Ὄχι ἁπλῶς διὰ τῆς ἐρευνητικῆς ἐργασίας, ἀλλὰ δι᾿ εὐσεβοῦς πολιτείας. Ὄχι διὰ στοχασμῶν, ἀλλὰ διὰ κοινωνίας ζωῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ καθολικὸ καὶ βαθύτατα θρησκευτικὸ αἴσθημα ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ καὶ τὸν πολιτισμό της ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι σήμερα. Κατὰ μετοχὴν τοῦ θείου λόγου πάντα πράττομέν τε καὶ νοοῦμεν, λέει ὁ Ἡράκλειτος (ἀπ. 16, 35). Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης: Πάντα γὰρ τὰ θεῖα καὶ ὅσα ἡμῖν ἐκπέφανται ταῖς μετοχαῖς μόναις γινώσκεται (Περὶ θείων ὀνομάτων, P. G. 3, 645A).

 

Εἰσαγωγικὸ κείμενο στὸ βιβλίο “Πινδάρου Ὀλυμπιονίκαι. Κῶδιξ Μονῆς Ἰβήρων 161”, Ἀθήνα [2001], σσ. 7-11

TOP
ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΟΡΩΝ 0