Κείμενα Aρχιμανδρίτου Βασιλείου Iβηρίτου

Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ Σκήτη τῶν Ἰβήρων

«Πόσων χρονῶν εἶσαι;»
«Εἴκοσι πέντε».


«Στὴ βράσι κολλᾶ τὸ σίδερο. ῍Η νὰ παντρευτῆς, ὅπως εὐλογεῖ ἡ ᾽Εκκλησία· ἢ νὰ ἔλθης ἐδῶ καὶ νὰ γίνης καλόγερος σωστός. ῎Οχι σὰν καὶ ἐμένα, ποὺ κοιμᾶ-μαι ὁλόρθος, σὰν τὸ μουλάρι. ᾽Αλλά, ὅ,τι καὶ νὰ κάνης, νὰ εἶσαι ντόμπρος, νὰ εἶ-σαι ἀληθινὸς ἄνθρωπος». Μοῦ ἔσφιγγε τὸ χέρι. Τὸ ἄφησε δακρυσμένος καὶ πῆρε τὸ ἀνηφορικὸ μονοπάτι δεξιὰ γιὰ τὸ κελλὶ τῶν ῾Αγίων ᾽Αρχαγγέλων, ποὺ ἦταν τὸ κελλί του.
Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη συζήτησι ποὺ εἶχα στὴ Σκήτη τῶν ᾽Ιβήρων, τὸν Αὔ-γουστο τοῦ 1961, μὲ τὸν π. Εὐμένιο, ἐνῶ προχωροῦσα γιὰ τὴν καλύβη τοῦ ῾Αγίου ᾽Αντωνίου.


᾽Εκεῖ βρῆκα τὸν γερο-Γαβριήλ. Καθήσαμε στὴν ἁπλωταριά. ῎Ημασταν μέσα στὴν καρδιὰ τῆς μεγάλης λαγκαδιᾶς περιβαλλόμενοι ἀπὸ τὶς κατάφυτες πλαγιές. Μιὰ στιγμὴ ὁ Γέροντας μὲ ἔκπληξι γεμάτη κατάνυξι μοῦ λέει: «Τί ἔκαμα καὶ μὲ ἔ-φερε ὁ Θεός στὸν παράδεισο; Νά, μέσα σὲ ἕνα μπουκέτο περνᾶ ἡ ζωή μας!»


῞Οταν, μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1965, πῆγα μὲ τὸν σκοπὸ νὰ μείνω στὴ Σκήτη, ὁ π. Εὐμένιος καὶ ὁ π. Γαβριήλ εἶχαν φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Βρῆκα ὅμως ζωντανὴ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τους. Κατάλαβα ὅτι ὁ π. Εὐμένιος εἶχε βρεῖ καὶ εἶχε ἐκτιμήσει τὴν ἀξία τοῦ νὰ εἶσαι ἀληθινός, ζώντας στὴν ᾽Ιβηριτικὴ Σκήτη, ὅπου ὑπῆρχε κάτι τὸ ἀληθινὸ καὶ παραδείσιο.

Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Πρωτᾶτον”, τεῦχος 22 (1990), σσ. 34-41

TOP
ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΟΡΩΝ 0