Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα καὶ βρῆκε τὴν πόλι "κατείδωλον", γεμάτη σεβάσματα πρὸς τοὺς θεούς, ἔνοιωσε καὶ χαρακτήρισε τοὺς Ἀθηναίους ὡς τοὺς δεισιδαιμονεστέρους
Κείμενα Aρχιμανδρίτου Βασιλείου Iβηρίτου
Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας τιμῶνται καὶ γνωρίζονται ὡς οἱ μεγάλοι φωστῆρες ποὺ λειτουργικὰ μᾶς ἀποκαλύπτουν ὅτι «φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».
Εἶναι μεγάλη εὐλογία καὶ χρέος οἰκουμενικὸ νὰ εἶναι κάποιος Ὀρθόδοξος.
῾Η πορεία πρὸς ᾿Εμμαοὺς καὶ ἡ συνοδοιπορία τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς δύο μαθητὲς εἶναι ἐν σμικρῷ μιὰ παρουσίασι τῆς ὅλης ἐπὶ γῆς πορείας Του.
Τὸν Τσαρούχη τὸν γνώρισα γέρο στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ὅταν ἐρχόταν καὶ παρακολουθοῦσε τὴ Μεγάλη ῾Εβδομάδα.
Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ποὺ σφράγισε τὴν ἐποχή μας ὁλόκληρη μὲ τὴ θεολογική του παρουσία, ὑπεστήριξε μὲ πάθος ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει καταστῆ αἰώνια κατηγορία τοῦ χριστιανισμοῦ.
῞Ενας παλιὸς καραβοκύρης μοῦ ἔλεγε: «Εἴχαμε τότε τὰ ἱστιοφόρα. Καὶ δὲν φοβό-μασταν τὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα, γιατὶ τὸ πανὶ κρατοῦσε τὸ καράβι, καὶ ἔπαιζε μὲ τὸ κύμα.
Ἐπειδὴ μὲ τὴν ἔκθεσι τῶν ἁγιορειτικῶν κειμηλίων στὴ Θεσσαλονίκη πολλοὶ θὰ γράψουν καὶ ἤδη γράφουν γι' αὐτὰ ποὺ βλέπουν καὶ ἀκοῦνε, ἴσως δὲν θὰ ἦταν ἄνευ σημασίας νὰ ἀναφέραμε μερικὰ πράγματα γιὰ ἐκεῖνα ποὺ συνήθως δὲν βλέπουμε καὶ δὲν ἀκοῦμε, γιὰ κάποιους «ἀοράτους» καὶ ταπεινούς, ποὺ ἀποτελοῦν τὴ βάσι τῆς ἁγιότητος τοῦ ῎Ορους καὶ τῆς ἱερότητος τῶν κειμηλίων του.
Τὸν τελευταῖο καιρὸ πολλὰ λέγονται καὶ γράφονται γιὰ τὴ Συνθήκη τοῦ Σένγκεν καὶ τὸ «ἠλεκτρονικὸ φακέλωμα»
Ο μοναχὸς πρέπει νὰ γίνη ὁλόκληρος μιὰ αἴσθησι. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς του. ῎Ετσι, τότε μόνο, βλέπει, ἀκούει, αἰσθάνεται, ἠρεμεῖ, προχωρεῖ, ὡριμάζει.