Κείμενα Aρχιμανδρίτου Βασιλείου Iβηρίτου
Ὁ σύγχρονος μοναστικὸς βίος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ πανάρχαιος καὶ ἀείζωος ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ εὐκαιρία ποὺ μᾶς δίδεται μὲ τὴν ἔκθεσι ἁγιορειτικῶν κειμηλίων στὸ Παρίσι εἶναι μεγάλη καὶ μοναδική.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς ταφῆς μας εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς παύσεως τοῦ ἀγῶνος. Μέχρι τότε ὅλοι ἀγωνιζόμαστε καὶ κρινόμαστε.
Δὲν ὑπάρχει ἔργο ἀνθρώπινο ποὺ νὰ μὴν ἔχη ἀρχὴ καὶ τέλος.
Ὁ μοναχισμὸς εἶναι μιὰ ἀφιέρωσι ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία.
Αὐτὸ ποὺ γνωρίζομε εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης σε ἡλικία εἴκοσι ἑνὸς ἐτῶν, μετὰ τὶς σπουδὲς τῆς ρητορικῆς καὶ τῆς θεολογίας, ἔμεινε τέσσερα χρόνια κοντὰ σὲ κάποιο γέροντα ἀσκητὴ σὲ ἕνα βουνὸ ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια.
Ἡ ἐποχὴ ποὺ ζῆ ὁ Πανσέληνος (τέλος δεκάτου τρίτου μὲ ἀρχὲς δεκάτου τετάρτου αἰῶνος) εἶναι μεταβατική. Νέες περιπέτειες προμηνύονται –καὶ ἤδη ἔχουν ἀρχίσει– σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι.
Δὲν ξέρω γιατί μοῦ ζητήθηκε νὰ πῶ δυὸ λόγια στὴν ἰατρικὴ τούτη σύναξι. Καὶ δὲν ξέρω πῶς πείστηκα καὶ τὸ δέχτηκα.
Μέσα στό φῶς τοῦ μεσημεριοῦ, κοντά στή Δαμασκό, ἐξαίφνης (Πράξ. 22.6), μιά ἔκρηξη οὐράνιας φωτοχυσίας τυφλώνει τόν διώκτη τοῦ Χριστοῦ Σαῦλο, καί τόν μετατρέπει στόν κορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο.